παλλακεία

παλλακεία
Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν αφοσιωμένη στην ανατροφή των παιδιών και στη διαχείριση των οικιακών. Μόνο η νόμιμη σύζυγος έπαιρνε την κοινωνική θέση του άνδρα, αλλά αν κάποιος έβριζε την παλλακίδα, τότε εκείνη είχε την ίδια προστασία με τη νόμιμη σύζυγο. Έτσι, εκείνος που συζούσε με μια παλλακίδα, μπορούσε να σκοτώσει τον εραστή της αν τους έπιανε μαζί, όπως και αν μοιχευόταν η νόμιμη γυναίκα του. Οι παλλακίδες θα πρέπει να ήταν φτωχά κορίτσια αττικών οικογενειών, μια και απαγορευόταν με αυστηρές ποινές η συμβίωση στην Αθήνα με ξένες, και μάλιστα ορφανές και άπροικες, γιατί η προίκα ήταν σημαντική προϋπόθεση για τη σύναψη ενός γάμου. Οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν επίσης τον θεσμό της π. Αρχικά ήταν θεσμός του άγραφου δικαίου, αλλά με τους νόμους του Ιούλιου και Πάπιου Ποππαίου έγινε νομιμοποίηση της παλλακίδας και κανονίστηκαν επίσης οι περιουσιακές σχέσεις ενός τέτοιου δεσμού. Τα παιδιά των παλλακίδων ονομάζονταν φυσικά τέκνα και τελούσαν κάτω από την πατρική εξουσία.
* * *
και παλλακία, η (Α παλλακεία ή παλλακία)
η συμβίωση άνδρα και γυναίκας, χωρίς να συνδέονται με νόμιμο γάμο, η συμβίωση άνδρα με παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παλλακία < παλλακή + κατάλ. -ία. Ο τ. παλλακεία < παλλακεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • παλλακία — η (Α παλλακία) βλ. παλλακεία …   Dictionary of Greek

  • παλλακισμός — παλλακισμός, ὁ (Μ) παλλακεία, το να έχει κανείς παλλακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλλακή + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”